παράδικα

παράδικα
τα [παράδικος]
1. αδικίες, παρανομίες
2. (κυρίως ως επίρρ.) παράδικα
ολωσδιόλου άδικα («άδικα και παράδικα» — όχι απλώς άδικα αλλά αδικότατα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραδικάσαι — παραδικά̱σᾱͅ , παρά δικάζω Bis Acc. fut part act fem dat sg (doric) παρά δικάζω Bis Acc. aor inf act παραδικάσαῑ , παρά δικάζω Bis Acc. aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”